Γράφει ο Γιώργος Μπενοβίας, Εκπαιδευτικός-Med In Special Education, Πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου.
«Ένα αναρριχώμενο λουλούδι»
Ο “θάνατος” της ελληνικής δισκογραφίας
και η αθανασία της ελληνικής μουσικής
Αρχές Απριλίου 1996 έκανα την πρώτη μου κοπάνα από το σχολείο και μάλιστα με τις ευλογίες της οικογένειάς μου. Ένα συνηθισμένο πρωί, ο πατέρας μου με σηκώνει από το κρεβάτι και προς έκπληξή μου, αντί να ακολουθήσουμε τη γνωστή πορεία προς το σχολείο, μπαίνουμε σε ένα βαγόνι του ΗΣΑΠ και κατευθυνόμαστε προς Ομόνοια. Ο λόγος; Εκείνο το πρωί είχε πρωτοκυκλοφορήσει ο εμβληματικός δίσκος «Στου αιώνα την Παράγκα» με βασικούς συντελεστές τον Θάνο Μικρούτσικο - Δημήτρη Μητροπάνο και τραγούδια όπως η “Ρόζα” και το “Πάντα γελαστοί” ,έμελλε να μπούνε στα χείλη όλης της Ελλάδας.
Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους αθεράπευτα ρομαντικούς “δισκόφιλους” όπου συνέρρεαν στο Metropolis, το MusicCorner και σε άλλους αείμνηστους μουσικούς ναούς, περιμένοντας στην ουρά για να αγοράσει τον νέο δίσκο του αγαπημένου του καλλιτέχνη. Η μετέπειτα διαδικασία γνωστή… τον άνοιγε με ευλάβεια, μύριζε το ένθετο και μέχρι να φτάσει με τον ηλεκτρικό από το κέντρο στο Νέο Ηράκλειο, είχε διαβάσει όλους τους στίχους και είχε ξεκινήσει ήδη τη διαδικασία αποστήθισης. Η ιεροτελεστία συνεχιζόταν στο σπίτι όπου πρώτα έβγαινε το cd από τη θήκη και έπειτα τα παπούτσια και το μπουφάν.
Ανήκε λοιπόν σε αυτό το είδος ακροατή που δεν κατακερμάτιζε τα τραγούδια ενός δίσκου -σίγουρα ξεχώριζε κάποια κομμάτια- κυρίως όμως το cd αποτελούσε για αυτόν μια αδιαίρετη μουσική οντότητα, ένα αυτόφωτο σύμπαν από νότες και στίχους, όπου το κάθε τραγούδι έδινε πάσα στο επόμενο και αν το passing game ήταν επιτυχημένο, ο δίσκος σκόραρε στη συνείδησή του. Καλά και άγια όλα αυτά, το πρόβλημα ήταν ότι το cd ή η κασέτα (αυτό το κουτί με μάτια όπως είπε εύστοχα μαθητής μου γεννημένος το 2014) έπαιζαν ασταμάτητα στο σπίτι. Αν τύχαινε δε, να πας οικογενειακές διακοπές με το αμάξι και δε διέθετες κάποιο Walkman με ακουστικά, κινδύνευες να μισήσεις τον έρμο τον Πάριο και ας είχε και φωνάρα.
Η μπουκαμβίλια είναι ένα αναρριχώμενο φυτό ιδιαίτερα ανθεκτικό, καθώς διαθέτει δυνατό ριζικό σύστημα που της επιτρέπει να διαχειρίζεται καλύτερα τα θρεπτικά συστατικά και την υγρασία του εδάφους. Αναπτύσσεται γρήγορα και δημιουργεί ζωηρή βλάστηση με λεπτούς βλαστούς οι οποίοι αναρριχώνται με ταχύτητα σε μεγάλο μήκος.
Όλα όμως άρχισαν να αλλάζουν με τη νέα χιλιετία και τα μουσικά πράγματα εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν αποκαρδιωτικά. Οι δισκογραφικές εταιρίες ξεπούλησαν τα cd των καλλιτεχνών στις εφημερίδες (θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μπορούσες με ελάχιστα ευρώ να αποκτήσεις όλη την ανθολογία του Χατζιδάκι με την αγορά λίγων εφημερίδων), το προϊόν γρήγορα μαζοποιήθηκε – υποτιμήθηκε και σταδιακά περάσαμε σε ένα νέο είδος μουσικής βιομηχανίας. Το μεσοδιάστημα έμοιαζε αρκετά αμήχανο, καθώς οι νότες αναζητούσαν νέους τρόπους αναρρίχησης από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών μας σαν ένα άλλο αναρριχώμενο λουλούδι.
Ο “βοηθητικός ορειβατικός εξοπλισμός” σύντομα δόθηκε από το YouTube, το Spotify και άλλες συναφείς πλατφόρμες, δημιουργώντας έτσι ένα νέο είδος ακροατή. Οι δισκογραφικές εταιρίες αντιλήφθηκαν σύντομα ότι η επιτομή της σύγχρονης πραγματικότητας είναι η φοβερή ταχύτητα διάδοσης των πληροφοριών. Έτσι, τα νέα τραγούδια κάνουν την εμφάνισή τους πλέον ακόμα και με τη μορφή διαφημίσεων, καθώς περιπλανιέσαι στο διαδίκτυο. Το marketing έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Αγαπάς έναν καλλιτέχνη; Τον ακολουθείς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Τότε θα ακούσεις το νέο άσμα σε ένα σωρό stories του FB, του Ιnsta, κ.α. Εάν τύχει δε και τον ακολουθούν και οι φίλοι σου, το κομμάτι θα γυρνάει μέρες στο μυαλό σου σχεδόν εμμονικά, μέχρι να σου κολλήσει το επόμενο. Και το προηγούμενο… θα ξεχαστεί; Δυστυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις καλλιτεχνών η απάντηση είναι “ναι”.
Άρα, με λίγα λόγια, η πλειοψηφία των νέων τραγουδιών τείνει να μετατραπεί σε ένα διαδικτυακό προϊόν ταχείας καύσεως που περνάει σύντομα από την παραγωγή στη λήθη. Συνεπώς, βιώνουμε μια κακή περίοδο στα μουσικά μας πράγματα; Όχι ακριβώς, ή μάλλον όχι απαραίτητα!
Η εξέλιξη της κοινωνίας, των μορφών ζωής, της προσωπικότητάς μας και εν τω προκειμένω της μουσικής, δεν μπορεί να τσουβαλιαστεί με λέξεις ταμπέλες όπως “καλή” ή “κακή”. Η εξέλιξη είναι το νέο, αυτό που πηγάζει κάθε φορά από την ανάγκη της εποχής. Μετά λοιπόν από μια τρικλοποδιά που έβαλαν οι δισκογραφικές στον εαυτό τους, η μουσική βρήκε τη ρωγμή που αναζητούσε για να σπάσει το φράγμα και να τρυπώσει και πάλι μέσα στα σπίτια μας. Μπορεί η είσοδος να γίνεται πλέον με αποσπασματικότητα, η μετάδοσή να συμβαίνει πιο βίαια, σχεδόν ακούσια και σίγουρα με μεγαλύτερη ταχύτητα. Όμως είναι εδώ! Μην ξεχνάμε, ότι τα στοιχεία που προσδίδουν διαχρονικότητα σε ένα μουσικό κομμάτι -έτσι ώστε αυτό να εντυπώνεται στο συλλογικό ασυνείδητο- εντοπίζονται και σε αρκετά σύγχρονα τραγούδια. Αρκεί να έχουμε τις αισθητικές κεραίες μας ανοιχτές και να τις χρησιμοποιούμε διαρκώς.
Κλείνοντας, τα είδη μουσικής και ακροατών προφανώς και θα τροποποιούνται στο διηνεκές, εκείνο που θα παραμένει όμως πάντα αναλλοίωτο θα είναι η άσβεστη ανάγκη των ανθρώπων να εξωραΐσουν τον παράλογο και ταυτόχρονα μαγικό μας κόσμο και η τέχνη της μουσικής -ως η πιο κατάλληλη- θα βρίσκει τρόπους να μας παίρνει από το χέρι και να αναρριχόμαστε ένα βήμα τη φορά.
Comments